- στρογγυλοναύτης
- -ου, ὁ, Αναύτης εμπορικού πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλη (ναῦς) «εμπορικό πλοίο» + ναύτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρογγυλοναύτας — στρογγυλοναύτᾱς , στρογγυλοναύτης merchant seaman masc acc pl στρογγυλοναύτᾱς , στρογγυλοναύτης merchant seaman masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek